ἑνωτικοῦ

ἑνωτικοῦ
ἑνωτικός
serving to unite
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χόνεκερ, Έριχ — (Honecker, 1912 – ;). Πρόεδρος του Κρατικού Συμβουλίου της πρώην ΓΛΔ (1976 89) και Γενικός Γραμματέας της KE του Ενωτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ανατράφηκε σε μια πολύτεκνη οικογένεια ανθρακορύχων. Η επιρροή του πατέρα του –στελέχους του… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

  • Αναγνωστική Εταιρεία — Φιλολογική λέσχη στην Κέρκυρα, την οποία ίδρυσε το 1836 ο φιλόσοφος Πέτρος Βραΐλας Αρμένης, μαζί με άλλους λόγιους συμπολίτες του. Η λέσχη είχε βιβλιοθήκη με 5.000 τόμους βιβλίωνκαι πλούσια συλλογή επιστημονικών περιοδικών. Είχε επίσης, αίθουσες… …   Dictionary of Greek

  • Βέκκος, Ιωάννης — (; – 1298). Θεολόγος και λόγιος. Ήταν φανατικός ανθενωτικός, όταν όμως ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος φυλάκισε τους κορυφαίους ανθενωτικούς, μεταξύ των οποίων και τον Β., ο τελευταίος μεταστράφηκε υπέρ των ενωτικών. Η μεταστροφή του ήταν τόσο… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ζερβός, Ηλίας — (Γριζάτα Κεφαλονιάς 1814 – Αργοστόλι 1894). Πολιτικός, ηγέτης του ενωτικού αγώνα της Επτανήσου. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία, όπου παρακολουθούσε, παράλληλα, μαθήματα φυσικής και χημείας (έλαβε ενεργό μέρος στον ιταλικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα) …   Dictionary of Greek

  • Ζήνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ζ. ο Ελεάτης. Βλ. λ. Ζήνων ο Ελεάτης. 2. Ζ. ο Κιτιεύς. Βλ. λ. Ζήνων ο Κιτιεύς. 3. Ζ. ο Σιδώνιος (Σιδώνα Φοινίκης 154 π.Χ. ;). Επικούρειος φιλόσοφος. Διαδέχτηκε τον Απολλόδωρο στη διεύθυνση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”